Από τις απαρχές της, η ψυχανάλυση έχει χωριστεί σε διαφορετικά ρεύματα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Φρόιντ αποφάσισε ποιος ήταν πραγματικά ψυχαναλυτής και ποιος είχε εγκαταλείψει τον χώρο (πρώην Γιουνγκ, Άντλερ και μερικοί άλλοι). Στη συνέχεια, η ΔΨΕ προσπάθησε να παίξει αυτό το ρόλο, αλλά ο αποκλεισμός του Λακάν προκάλεσε την έκρηξη του αναλυτικού περιβάλλοντος. Οι πολλές λακανικές σχολές που δεν είναι μέλη της ΔΨΕ αναγνωρίζονται πλέον ως αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση ψυχαναλυτών. Για ορισμένους όμως, θα έπρεπε να λέμε οι ψυχαναλύσεις και όχι η ψυχανάλυση…
Και όμως, πέρα από τις διαφωνίες και τις ύβρεις, υπάρχει μόνο μία ψυχανάλυση. Είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς έναν αναλυτή – κάποιον που ασκεί την ψυχανάλυση – με βάση τρία βασικά κριτήρια.
-Το πρώτο έχει να κάνει με τη μέθοδο: ο ελεύθερος συνειρμός του ασθενούς (λέει ό,τι του περνά από τη σκέψη) και η αιωρούμενη, ερμηνευτική ακρόαση του ψυχαναλυτή.
-Το δεύτερο αφορά το πλαίσιο : αυτό που ενθαρρύνει καλύτερα τον ελεύθερο συνειρμό, δηλαδή τη διάταξη ντιβάνι-πολυθρόνα, η οποία τοποθετεί τους δύο πρωταγωνιστές σε δύο διαφορετικούς χώρους. Το βλέμμα στη συνέχεια δίνει τη θέση του στον λόγο και μόνο.
-Το τρίτο κριτήριο είναι ο σεβασμός σε ορισμένες από τις σημαντικότερες θεωρητικές βάσεις του Φρόυντ, τις οποίες κανένας αναλυτής δεν αμφισβήτησε ποτέ: η αναγνώριση ενός ασυνείδητου που υπαγορεύει στο υποκείμενο παρά τον εαυτό του, η εξέταση της παιδικής σεξουαλικότητας και η έννοια της μεταβίβασης ως κινητήριας δύναμης της θεραπείας.
Φυσικά, οι θεωρήσεις και οι μέθοδοι παρέμβασης θα διαφέρουν από θεραπευτή σε θεραπευτή, αλλά αυτά τα τρία βασικά κριτήρια είναι τόσο απαραίτητα όσο και επαρκή για να χαρακτηριστεί ένας κλινικός ως ψυχαναλυτής.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η ενότητα της επιστήμης μας κρύβει σημαντικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της; Αυτό οφείλεται αναμφίβολα στην ιδιαιτερότητα ή και στην ευαισθησία του κάθε αναλυτή, αλλά και στην ύστερη ετυμηγορία του Λακάν: «η ψυχανάλυση είναι μη μεταδόσιμη»! Οι αναλυτές έχουν τις δικές τους προτιμώμενες θεωρητικές αναφορές, τη δική τους εμπειρία της διαδικασίας ως αναλυόμενοι, τις δικές τους μεταβιβάσεις εργασίας, τη δική τους ψυχική δομή, το δικό τους ύφος κ.ο.κ.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί από αυτούς τους διαφορετικούς ψυχαναλυτές, οι οποίοι ασκούν την ψυχανάλυση, ώστε όσοι εξακολουθούν να θέλουν να δοκιμάσουν την περιπέτεια του καναπέ, προκειμένου να απαλλαγούν από ορισμένα εμπόδια, να μπορούν να βρουν κάποιον με τον οποίο μπορούν να ακούσουν κάτι από τη δική τους εκφορά… Δεν είναι καλά νέα;
ΥΓ: Αυτές οι σύντομες παρατηρήσεις θα βρουν αναμφίβολα διάφορες προεκτάσεις κατά τη διάρκεια του επόμενου Χειμερινού Σεμιναρίου μας, που θα είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση των ψυχαναλυτών.
Thierry ROTH, Αντιπρόεδρος της ALI